- κεραμιδαριό
- το1. κεραμιδάδικο.2. η φράση «Tα 'κανε κεραμιδαριό», τα 'σπασε όλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαδιάμ — Μαδιάμ, η άκλ., στη φρ. «γης Μαδιάμ», κατάσταση αταξίας, καταστροφή, ερείπια: Όρμησε θυμωμένος στο μαγαζί και τα έκανε γης Μαδιάμ. Όμοιες φράσεις: «Τα κανε μαντάρα», «Τα κανε κεραμιδαριό» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)